- τύπος
- Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση. Ειδικότερα, ο όρος τύπος υποδεικνύει, με αναγνωρισμένα και παραδεκτά σύμβολα, έναν γενικό κανόνα ή νόμο, με τον οποίο μπορούμε να υπολογίσουμε μια άγνωστη ποσότητα με βάση γνωστά ή τεκμαρτά δεδομένα, όπως π.χ. ο τ. επίλυσης μιας δευτεροβάθμιας εξίσωσης αχ2 + βχ + γ = 0, ο οποίος εκφράζει τις ρίζες σε συνάρτηση με τις τιμές των συντελεστών.
Ένας τ. υποδεικνύεται συχνά με το όνομα εκείνου που τον διατύπωσε, όπως π.χ. ο τ. του Όιλερ και ο τ. των Καρντάνο-Ταρτάλια. Χημεία. Ο τ., με τη συναρμολόγηση των συμβόλων, δείχνει την ποιοτική και ποσοτική σύσταση μιας ένωσης (τ. γενικός ή εμπειρικός), ακόμα και τη διάταξη των ατόμων σε αυτή (τ. της μοριακής δομής). Με τη σύγχρονη άποψη, ο χημικός τ. υποδηλώνει μια ακριβή ποσοτική έννοια σύμφωνα με την έννοια που προσέδωσε ο Μπερτσέλιους στα χημικά σύμβολα, τα οποία παριστάνουν στον τ. ένα άτομο ή ένα πολλαπλάσιο του ίδιου στοιχείου. Με τον τ. του υδροχλωρικού οξέος HCl νοούμε ότι κάθε μόριο του οξέος αποτελείται από ένα άτομο υδρογόνου και ένα άτομο χλωρίου· ο τύπος Fe2O3 σημαίνει ότι το οξείδιο του τρισθενούς σιδήρου περιέχει στο μόριό του δυο άτομα σιδήρου και τρία άτομα οξυγόνου. Όταν είναι γνωστά τα ατομικά βάρη των στοιχείων, μπορούμε από το άθροισμά τους να υπολογίσουμε το μοριακό βάρος της ένωσης. Στον εμπειρικό τ. φτάνουμε απευθείας με τα αποτελέσματα της ποσοτικής ανάλυσης, των ενώσεων και με τα γνωστά ατομικά βάρη των στοιχείων που την αποτελούν. Προσδιορισμοί του μοριακού βάρους και άλλοι έλεγχοι αποσκοπούν να εξακριβώσουν ποια από τις δυνατές εκδοχές, δηλαδή τα πολλαπλάσια του γενικού τ., ο οποίος εκφράζει γενικά την αναλογία των συστατικών, ανταποκρίνεται στη συγκεκριμένη ένωση. Ο εμπειρικός τ. των ουσιών εκφράζει μόνο τη σύστασή τους και δεν παρέχει πληροφορίες για τη διάταξη στον χώρο των ατόμων, δηλαδή για τη δομή τους, από την οποία εξαρτάται η χημική συμπεριφορά των ενώσεων. Στην ανάγκη αυτή ανταποκρίνονται οι δομικοί τ. (στερεοχημικοί) που αποδίδουν σε προβολή ή στο χώρο τη διάταξη των ατόμων στο μόριο και στους τύπους των δεσμών που τα ενώνουν. Ο τ. της δομής αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις οργανικές ενώσεις, γιατί αρκετές από αυτές έχουν τον αυτό γενικό τ., αλλά διαφορετικές χημικές ιδιότητες (ισομέρεια), και παρουσιάζουν δομικές ιδιομορφίες στη συγκρότηση των μορίων τους (λειτουργικές ομάδες).
* * *ο, ΝΜΑ1. ίχνος, σημάδι προκαλούμενο από χτύπημα ή από πίεση (α. «τύπος τών ήλων» — τα σημάδια τών καρφιών στο σώμα του σταυρωμένου Χριστού, ΚΔβ. «τοὺς τύπους τῶν πληγῶν ἰδοῡσα», Αθήν.)2. αποτύπωμα σφραγίδας3. κοίλο αποτύπωμα τού αρνητικού ομοιώματος ενός αντικειμένου, μήτρα, καλούπι, φόρμα, εκμαγείο4. (κυριολ. και μτφ.) πρότυπο, υπόδειγμα (α. «είναι τύπος και υπογραμμός τής αρετής και τής τιμιότητας» β. «γενέσθαι ὑμᾱς τύποις πᾱσι τοῑς πιστεύουσιν», ΚΔ)5. είδος, κατηγορία στην οποία εντάσσονται πράγματα ή φαινόμενα με ορισμένα κοινά γνωρίσματα (α. «καπνά τύπου Ξάνθης» β. «ξηρά, γλυκέα, πάντα ὅσα τοῡ τύπου τούτου», Πλάτ.)6. προκαθορισμένη μορφή που περιέχει τους όρους βάσει τών οποίων συντάσσεται ή γράφεται κάτι (α. «τύπος συμβολαίου» β. «τύπος αίτησης» γ. «τύπος ἐπιστολιμαῑος», Φώτ.δ. «τὸν τύπον τᾱς γραφῆς», Λογγίν.)νεοελλ.1. ενέργεια, πράξη ή συμπεριφορά που έχει καθιερωθεί με κανόνα ή από τη συνήθεια (α. «τύπος λατρείας» β. «κοινωνικοί τύποι» γ. «τηρώ [ή κρατώ] τους τύπους»)2. η εξωτερική μορφή, τα δευτερεύουσας σημασίας στοιχεία («τόν ενδιαφέρουν μόνον οι τύποι και όχι η ουσία»)3. το σύνολο τών γνωρισμάτων που προσιδιάζουν σε ένα άτομο (α. «είναι απλός και χαρούμενος τύπος» β. «δεν μού αρέσει ο τύπος της»)4. συνεκδ. άτομο ιδιόμορφο, εκκεντρικό («είναι τύπος ο νεαρός»)5. ειρων. άτομο, πρόσωπο («σού αρέσει εκείνος εκεί ο τύπος με τα γυαλιά που μάς κοιτάζει;»)6. γλωσσ. η εξωτερική μορφή λέξης, σε αντιδιαστολή με άλλην (α. «το ποιέω είναι ασυναίρετος τύπος τού ποιώ» β. «το τὰν είναι δωρικός τύπος τού τήν» γ. «λόγιος τύπος» δ. «διαλεκτικός τύπος»)7. βιολ. α) το αρχικό υλικό στο οποίο θεμελιώνεται ο ορισμός μιας ομάδας ταξινόμησηςβ) ζῶο ή φυτό που συγκεντρώνει στον μέγιστο βαθμό τα γνωρίσματα τα οποία χαρακτηρίζουν ένα είδος ή μια ποικιλία8. ζωοτ. το σύνολο τών μορφολογικών χαρακτηριστικών που αντιστοιχούν σε ορισμένη ικανότητα ή παραγωγή (α. «γαλακτοφόρος τύπος» β. «κρεατοπαραγωγός τύπος»)9. η με εκτύπωση αναπαραγωγή κειμένων και εικόνων, η τυπογραφία («γράφει τόσο ωραία γράμματα σαν να είναι τού τύπου»)10. το σύνολο τών εφημερίδων και τών περιοδικών εντύπων θεωρούμενων ως μέσων ενημέρωσης (α. «ο αθηναϊκός τύπος»«β. «ημερήσιος τύπος» γ. «είν' ελεύθερος ο τύπος, φθάνει μόνον να μη γράφει», Κλ. Τριαντάφυλλος)11. το επάγγελμα τού δημοσιογράφου, η δημοσιογραφία («προσανατολίζεται να ασχοληθεί με τον τύπο»)12. το σύνολο τών δημοσιογράφων («ο τύπος, μολονότι δεν είχε ειδοποιηθεί, ήταν από την πρώτη στιγμή παρών»)13. μαθημ. α) αλγεβρική παράσταση ορισμένης βασικής μορφής («ο τύπος τής δευτεροβάθμιας εξίσωσης»)β) η έκφραση ενός μεγέθους συναρτήσει άλλων μεγεθών14. μτφ. τρόπος, μέσο, φόρμουλα («πρέπει να εξευρεθεί ένας τύπος για την επίλυση τού θέματος»)16. φρ. α) «για τον τύπο» ή «για τους τύπους» — για να τηρούνται τα προσχήματαβ) «κατά τύπους» — κατ' επίφασηγ) «διά τού τύπου» — με δημοσίευμα σε εφημερίδα ή σε περιοδικόδ) «τύποις άκυρος»(νομ.) άκυρος σε ό,τι αφορά το τυπικό μέρος, σε ό,τι αφορά τους προβλεπόμενους από τον νόμο τύπουςε) «αντιπροσωπευτικός τύπος» — άτομο ή πράγμα που συγκεντρώνει τα κοινά γνωρίσματα τα οποία είναι χαρακτηριστικά για όλα τα άτομα ή πράγματα μιας ομάδας, μιας κατηγορίας ή ενός πληθυσμούστ) «ονοματολογικός τύπος, ή, απλώς, «τύπος»βιολ.το μοναδικό στοιχείο στην ταξινόμηση, στο οποίο βασίστηκε η περιγραφή που συνδέεται με την αρχική έκδοση μιας ονομασίαςζ) «χημικός τύπος»χημ. παράσταση συμβόλων, τρόπος γραφικής απεικόνισης τής σύστασης ή τής δομής τών χημικών ενώσεωνη) «εμπειρικός τύπος»χημ. χημικός τύπος που δείχνει από ποια χημικά στοιχεία αποτελείται μια χημική ένωση, καθώς και τη σχετική αναλογία τους σ' αυτήνθ) «γενικός τύπος»χημ. χημικός τύπος που είναι μια κατηγορία εμπειρικών τύπων, οι οποίοι αποδίδουν τη σύσταση οποιουδήποτε μέλους μιας ολόκληρης τάξης χημικών ενώσεωνι) «μοριακός τύπος» — βλ. μοριακόςια) «συντακτικός τύπος»χημ. χημικός τύπος που απεικονίζει επί πλέον, σε σχέση με τους μοριακούς τύπους, και τη θέση τών χημικών δεσμών μεταξύ τών ατόμων ενός μορίουιβ) «στερεοχημικός τύπος»χημ. χημικός τύπος που αποδίδει τη διάταξη τών μορίων στον χώροιγ) «ηλεκτρονικός τύπος» — το σύνολο τών τηλεοπτικών μέσων ενημέρωσηςμσν.δόγμα, διάταγμα που αφορά κυρίως τον διακανονισμό ενός θρησκευτικού ζητήματοςμσν.-αρχ.1. χτύπημα2. σημάδι («τοῡ Σταυροῡ σου τὸν τύπον ἐν οὐρανῷ θεασάμενος», Μηναί.)αρχ.1. στίγμα από κάψιμο2. εγχάραγμα, εγχάραξη («πρόσωπον δὲ ἦν γυναικὸς ὁ τύπος», Ησύχ.)3. η κοιλότητα τού κύβου («κύβος... ἡ ἐν αὐτῷ κοιλότης, τὸ σημεῑον, ὁ τύπος, ἡ γραμμή, τὸ δηλοῡν τὸν ἀριθμὸν τῶν βληθέντων», Πολυδ.)4. (κατά τον Πολυδ.) το λακκάκι που βρίσκεται μεταξύ τού κάτω χείλους και τού πιγουνιού, νύμφη*5. η εντύπωση που σχηματίζεται στα αισθητήρια6. ήχος από χτύπημα, κρότος («ὁ τύπος τῶν ἵππων» — ο χτύπος τών οπλών τών αλόγων», Ξεν.)7. γλυπτό ή σφυρήλατο έργο τέχνης, ανδριάντας, άγαλμα (α. «τύπον ποιησάμενος λίθινον ἔστησε», Ηρόδ.β. «χρυσέων τε ξοάνων τύποι», Ευρ.)8. είδωλο, ομοίωμα («τοὺς τύπους οὓς ἐποιήσατε προσκυνεῑν αὐτοῑς», ΚΔ)9. το αρχικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο γίνεται επεξεργασία ενός αντικειμένου, αρχέτυπο, πρωτότυπο10. αντίτυπο, αντίγραφο11. η γενική έννοια, η ιδέα ενός πράγματος («οἱ τύποι περὶ θεολογίας τίνες ἂν εἶεν», Πλάτ.)12. το νόημα, το περιεχόμενο ενός χωρίου, ενός κειμένου («γράψας ἐπιστολὴν περιέχουσαν τὸν τύπον τοῡτον», ΚΔ)13. η εξωτερική μορφή, το σχήμα με το οποίο εμφανίζεται κάτι14. περίληψη, σχεδιάγραμμα («ἐξηγεῑσθαι τύποις», Πλάτ.)15. ιατρ. ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται μια νόσος και, σχετικά με τον πυρετό, η σειρά, τα στάδια τής έντασης και τής ύφεσης16. γενικές οδηγίες17. γενική αρχή νόμου18. αγωγή ενώπιον δικαστηρίου εναντίον δύστροπου οφειλέτη19. δικαστική απόφαση20. (σχετικά με τον γραπτό λόγο) τρόπος έκφρασης, ύφος21. έμβλημα22. σύμβολο23. τρόπος ζωής24. στον πληθ. οι χαρακτήρες τών γραμμάτων τών χαραγμένων πάνω σε λίθους, τα σημεία («δέλτον... χαλκῆν τύπους ἔχουσαν ἀρχαίων γραμμάτων», Πλούτ.)25. φρ. α) «στίβου... τύπος» — ίχνος πατήματος (Σοφ.)β) «πεποιημένα ἐν τύπῳ»(για έργα τέχνης) τα ανάγλυφα (Παυσ.)γ) «γραπτοὶ τύποι»πιθ. ζωγραφισμένα αγάλματα (Ευρ.)δ) «τύποι τοῡ πατρός» — τα παιδιά (Αρτεμίδ. Δαλδ.)ε) «Πρὸς Ναυσίαν περὶ τοῡ τύπου» — τίτλος λόγου τού Λυσίου (λεξ. Σούδα)στ) «ὅσον τύπῳ» — μόνον περιληπτικά (Αριστοτ.)ζ) «τύπῳ» ή «ἐν τύπῳ» και «ὡς τύπῳ περιλαβεῑν» — περιληπτικά (Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυπ- τού τύπτω (βλ. και λ. τύπτω)].
Dictionary of Greek. 2013.